Η πρόταση τον Ιούλιο του 2019 περί νομοθετικής αλλαγής του άρθρου 336 ΠΚ, από έναν ορισμό που περιλάμβανε την άσκηση σωματικής βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κίνδυνου, σε έναν ορισμό με τον οποίο θα περιοριζόταν σοβαρά η έννοια της απειλής, καθώς απειλή πλέον θα θεωρείτο μόνο ο σπουδαίος και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα, εξαιρούσε περιπτώσεις απειλής, πολλές εκ των οποίων αντιστοιχούν σε σύγχρονες μορφές τέλεσης του αδικήματος, όπως η απειλή δημοσιοποίησης ερωτικών ή άλλου είδους βίντεο στο διαδίκτυο, οι οποίες ήδη σπανιότατα γίνονταν δεκτές από τα δικαστήρια, ή η απειλή απόλυσης από τον εργοδότη ή οικονομικού αποκλεισμού από το σύζυγο (να σημειωθεί ότι ο βιασμός εντός γάμου τιμωρείται από το 2006), καθώς και περιπτώσεις όπου το θύμα απλά πάγωσε – περιπτώσεις που βάσει ερευνών αποτελούν την τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Ο τρόπος που ο θύτης μπορεί να επιβληθεί πάνω στο θύμα, μπορεί να περιλαμβάνει ένα σύνολο πιέσεων και απειλών, πέραν της σωματικής βίας, που είναι αδύνατο να καταγραφούν περιπτωσιολογικά και δε θα ήταν και ορθό από πλευράς ποινικού δικαίου. Η ορθή απάντηση μπορεί να είναι μόνο ο ορισμός του βιασμού με βάση την ύπαρξη ή μη συναίνεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές συμπεριφορικές αντιδράσεις στη σεξουαλική βία, ιδίως το πάγωμα του θύματος – αντίδραση της ακινησίας που έχει αναπτυχθεί κυρίως ως έσχατη στρατηγική επιβίωσης και είναι συνηθέστερη από την αντίσταση ή τη φυγή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει νομολογήσει άλλωστε ότι εντάσσεται στις θετικές υποχρεώσεις των Κρατών Μελών η ποινικοποίηση και αποτελεσματική δίωξη οποιασδήποτε μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης εκείνης όπου υπάρχει απουσία σωματικής αντίστασης από το θύμα.
Η ανυπαρξία ενός τέτοιου ορισμού καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη τη θέση των θυμάτων, τα οποία, παρά την ενσωμάτωση της Οδηγίας για τα θύματα ήδη από το 2017, ήδη από την προδικασία δεν έχουν καμία συνδρομή – καταθέτουν χωρίς νομική βοήθεια, χωρίς ψυχολογική υποστήριξη, χωρίς ύπαρξη διερμηνείας, χωρίς επαρκείς ιατροδικαστικές υπηρεσίες. Στη συνέχεια καταθέτουν ενώπιον του δράστη – ενώ υπάρχει σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ για κατάθεση σε σεξουαλικά αδικήματα χωρίς την παρουσία του κατηγορούμενου, όπως η χρήση οπτικοακουστικών μέσων και/ ή παρουσία του συνηγόρου του – με προφανή συναισθηματική δυσκολία και δευτερογενώς θυματοποιούμενα. Ήταν αναγκαία επομένως και τροποποίηση του άρθρου 226Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ώστε να υπάρχει αυτή η δυνατότητα ανεξάρτητα από την ηλικία των θυμάτων, έχοντας εξασφαλίσει με τα κατάλληλα μέσα και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου.
Ως απόρροια της έλλειψης ενός ορισμού επί τη βάση της συναίνεσης αλλά και της παραβίασης των δικαιωμάτων των θυμάτων ήδη από την προδικασία, οι αθωωτικές αποφάσεις – συχνά υποστηριζόμενες και από τμήματα της ποινικής θεωρίας – βασίζονταν στην έλλειψη αντίστασης, στο ανέφικτο ή μη αυτής, στη σοβαρότητα της απειλής, ενώ ακόμα και η ακινησία του θύματος σε συνάρτηση με το απλανές βλέμμα του, έχει κριθεί ως συναίνεση. Η ενσωμάτωση της έννοιας της συναίνεσης υπήρξε πολύ σοβαρό βήμα, ωστόσο χρειάζεται η σφυρηλάτηση της έννοιας από τα δικαστήρια και η διαμόρφωσή της νομολογιακά, ενώ θα έπρεπε να ενσωματωθούν οι σχετικοί ορισμοί της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και το Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Παρεμβάσεις στα εξής links: efsyn.gr