Με την υπ’ αριθμόν 13357/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκε, κατά τα ενδιαφέρονται σημεία της, για τον εναγόμενο πατέρα ότι ‘δεν αποδείχθηκε ότι έχει κάποιο μόνιμο και σταθερό εισόδημα. Μόνη η ύπαρξη μεγάλου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεών του και η εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό κατά τα παρελθόντα, προ της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και της άσκησης της αγωγής, έτη, δεν αρκεί για να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι έχει ακόμα και σήμερα εισοδήματα που αποκρύβει, αφενός διότι είναι κοινώς γνωστό ότι σε επιχειρήσεις τέτοιου κύκλου εργασιών τα μεγάλα ποσά είναι απαραίτητα για τη λειτουργία τους, συνεπώς δεν αποταμιεύονται αλλά εύκολα δαπανώνται, αφετέρου διότι ο βίος που διάγει αυτή τη στιγμή δεν είναι πολυτελής, αλλά όλως περιορισμένος, και δεν υποδηλώνει οικονομική άνεση, αντιθέτως έχει σημαντικές οφειλές προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Περαιτέρω, από τα γεγονότα ότι η πατρική του οικογένεια διέθετε οικονομική άνεση και ότι ο αδερφός του εξακολουθεί να διαθέτει τέτοια, δε μπορεί να συναχθεί ότι τη διαθέτει αντανακλαστικά και ο εναγόμενος’, ενώ για την ενάγουσα μητέρα, μεταξύ άλλων, ότι ‘επικουρείται οικονομικά από τη μητέρα της, η οποία κατοικεί μαζί της και λαμβάνει σύνταξη’, κάνοντας κατόπιν δεκτή την ένσταση συνεισφοράς του εναγόμενου. Σημαντικό στοιχείο της απόφασης είναι η αναγνώριση ότι ‘η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο και των δύο, διότι αυτοί δεν κατόρθωσαν να προσαρμόσουν την οικογενειακή ζωή στα νέα οικονομικά δεδομένα και να διατηρήσουν την οικογενειακή γαλήνη και αρμονία. Σε κάθε περίπτωση, με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνάμεις και των δύο συζύγων αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, η ενάγουσα δεν ήταν οικονομικά ασθενέστερη από τον εναγόμενο, συνεπώς δε δικαιούται να αξιώσει διατροφής από αυτόν, ούτε ο τελευταίος να συνεισφέρει στη διατροφή της. Μετά ταύτα, το αίτημα να επιδικασθεί στην ενάγουσα διατροφή για τον εαυτό της, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο’.